- λιπαρής
- λιπαρής, -ές (Α) [λιπαρώ]1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.)2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς χειρουργίας», Αριστοφ. β. «λιπαρής πυρετός», Λουκιαν.)3. αυτός που παρακαλεί με επιμονή, που εκλιπαρεί και γίνεται ενοχλητικός, φορτικός («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι μηκέτι νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», Πλούτ.)4. αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπαρέςφορτική συμπεριφορά, επίμονη ικεσία6. φρ. «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά.επίρρ...λιπαρῶς (Α)με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
Dictionary of Greek. 2013.